Ποιήματα
Σταχυολογημένα ποιήματα της ποιήτριας από όλη την ποιητική της διαδρομή καθώς και κάποια διασωθέντα χειρόγραφα προσχέδια ποιημάτων.
Από τη συλλογή λιγοστό και να χάνεται (2002)
Έσκυψε το φιλί γονάτισε
Σαν Ενδυμίων το φιλί
και υπέκυψε
στην φαντασίωση του έρωτα
ΙΣΤΟΡΙΑ (λιγοστό και να χάνεται, 2002)
έπειτα ή «ιστορία» αυτό που
σημαίνει, ότι ίστησι τον ρουν.
ΠΛΑΤΩΝ, Κρατύλος
Απ’ την αρχή το όνομά του
ονόμαζε ποιος ήταν
Μα εγώ τον είπα λύκο
Το μόνο πού ξέρω για τους λύκους
είναι η μοναξιά τους. Έτσι αποφάσισα
να τον καλωσορίσω
Ήταν το φως, ίσκιοι της νύχτας;
Θυμήθηκα τον πρώτο άντρα.
Αδάμ τον θέλησε η γλώσσα
που τον ονόμασε να είναι γη
Τον Ενδυμίωνα
να κάνει περιπάτους στο βουνό
— απ’ την κορφή στο σπήλαιο
και άντε πάλι πίσω
Μόνο και μόνο να την δει
Ολόγιομη
φανταχτερή
δική του
Τί μοναξιά Θεέ μου και πού μας έσπειρες
και δεν μάς έλυπήθης
Δεν τον λυπήθηκα
Τα μάτια της τώρα
ενδιαφέρθηκαν κάπως νοστάλγησαν.
Μια παλιά ευτυχία φάνηκε πού
είτε την έζησε είτε
την διάβασε στην παλάμη.
Έτσι έλεγαν γι’ αυτήν. Κι ακόμα
ότι ετοίμαζε βοτάνια
και φίλτρα ερωτικά που μετά
πετούσε στην θάλασσα. ’Άχρηστα,
φώναζε, άχρηστα. Το γέλιο της
ακουγόταν ως τον βυθό κι ως τα βάθη
ταραζόταν το σώμα της τέντωνε οι άκρες
των δαχτύλων κυρτές σαν νύχια
που ήθελαν ν’ αρπάξουν. Κάποιοι
την παρομοίαζαν με γεράκι κι άλλοι
την φώναζαν εκάτη γιατί
ερχόταν από μακριά αλλά
κανείς δεν ήξερε να πει τον τόπο. Γοργόνα
που την ξέβρασαν τα κύματα όταν ρώτησε
για τελευταία φορά κι ή θάλασσα
την έδιωξε κι έκλεισε ο μύθος.
Αφημένη τώρα στο ποίημα
με την πλάτη σ’ ένα φράχτη ψηλό
και τα χέρια να χαϊδεύουν ηδονικά
το κορμί, δεν τον λυπήθηκα, με βεβαιότητα
θα άκουγε κάποιος, κι ένα χαμόγελο
δρόσισε το αφυδατωμένο της
πρόσωπο. Ολόγιομο και γκρίζο
Τον εδέχτηκα. Και στο σημείο εκεί
της γης που καμπυλούται ο κόσμος
κυκλοδίωκτος και σαν να είναι
πιο κοντά στον ουρανό.
Μετά προχώρησε προς το πολύφωτο ακρογιάλι-
εκείνος είχε πάρει προ πολλού
την ανηφόρα πού τραβάει κατά την Άρκτο ή
τ’ αυτού στρέφεται, διαβάζω, ποτέ
δεν ατενίζει ωκεανό.
ΕΝΔΥΜΙΩΝ (λιγοστό και να χάνεται, 2002)
Δεν εγνώριζα
Κι ας μου ήταν γνωστό τ’ όνομά της
— πού ως Ελένη το έψαυσε η ψυχή
του τυφλού και τον ξένο
για άντρα απ’ τους άντρες επέλεξε
ως Ωραία, που τον τόπο του Έλληνα έσυρε
σε δεκάχρονο στέρησης βίο κι αδειανό
την ομοίασε πουκάμισο των ερώτων
η πίκρα αιώνων
γράμμα γράμμα τα χρώματα ωσάν
βλέμματα-σώματα σμίγοντας λέξεις
φράσεις ανάκατες οι ζωές των
ανθρώπων τελειώνοντας να εικάζουν το
σχήμα
Ας μου ήταν γνωστό
Δεν εγνώριζα
Τα ονόματα σαν τα δέντρα
πώς έχουν την ρίζα τους
Σκοτεινή και υπόγεια.
’Όντα ζώντα μέσα σ’ άργιλο έδαφος
κατεβαίνουν της Κρήτης
της Μιλήτου θαρρείς τις πλαγιές
Κατεβαίνουν ανοίγοντας μονοπάτια χωμάτινα
Με σφυρίγματα πένθιμα με της Μάνης τραγούδια
Μικρασία που σφάχτηκε
και το αίμα καρδιά μου εδάνεισε την ύστατη ώρα
να κρατήσει να μείνει να μη σβήσει
της αγάπης η θλίψη κι όσα σπάρθηκαν
σε ραχούλες σ’ αμμουδιές κι ακρογιάλια
κι όσα φύγαν και σε χαίτες πετάξαν
των Βορείων της Θράκης
Μακεδόνες ονόματα κατεβαίνουν και πάνε
Σαν σε θάλασσα απάνεμη ήρεμη
της αλός σαν να θέλουν παρά θιν’ ν’ απαγκιάσουν
και πιο μέσα πιο πέρα πιο βαθιά
να κουρνιάσουν κατεβαίνουν
μ’ ανακούφιση τρέχουν
Σαν ακτίνες φωτός ωσάν βόρειος
άνεμος στις κορφές των ορέων
Τραγουδώντας σχεδόν ακατάληπτους
φθόγγους βαρβάρων που αλώσανε
ξένη πατρίδα
Κατεβαίνουν και το σώμα
κλαδώνουν να βλασταίνει, μπουμπούκια
να βγάζει λουλουδάκια αμάραντα τους άνθούς
μη μου άπτου ν’ ανοίγει
και μετά τούς καρπούς του μαραίνοντας
Σαν τούς σβόλους ν’ αφήνει
σε γωνίτσες μισή συλλαβή
άλλη ρίζα να πιάσει
προχωρούν
Προχωρούν
κι από μέσα τυλίγουν τον κόσμο
Κόμπο κόμπο τον δένουν
Την ψυχή κόμπο κόμπο του ανθρώπου.
Τον θυμό του κυρίεψαν και τον νου
Αφανώς τις ζωές κυβερνούν
ΣΚΟΤΑΔΙ ΣΩΜΑ (λιγοστό και να χάνεται, 2002)
Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Καλό το φως
— λίγο να είναι όμως και μικρό
Το φως που διασχίζει σώμα
Στα δυο θαρρείς το κόβει
κι υστέρα στ’ άλλα δυο. Το έσπασε
Βλέπει το μάτι του Θεού επρόσεξε
πώς εκτινάσσονται στο χάος τα
ράκη της αφής πώς τα αγγίγματα
βουλιάζουν στη λάσπη του αιθέρα
πώς των αισθήσεων οι κόρες εξεχύθηκαν
στις λεωφόρους των λυγμών
— πού πια χωρίς πατρίδα
Γιατί χάνεται το σώμα της αφής
εχάθη. Και τα συντρίμματα ψηφί-
δες γίνονται εικόνας — το μάτι του
ανθρώπου για να βλέπει
Αν είναι όλα του φωτός ο κόσμος
όλος θα καεί κι ο άνθρωπος εξω απ’
το σώμα του θα βγει τα τείρεα της
νυκτός δεν θα γνωρίσει και πώς θα
πορευτεί. Το μέλλον είναι σκοτεινό.
Παραφυλάει σκληρό το φως εκεί κυρίως
στο ακρογιάλι που κυματίζει,
η θάλασσα παιχνίδι κάνει η φύση
με τα ονόματα και μες στα σώματα
την μάχη δίνει η Τυφώ,
βασίλισσα αίσθηση αυτή, μη πλανηθεί
Χάρη σ’ αυτήν τα σώματα αγγίζουνε
γνωρίζουνε και ξέρουν μη
τσακιστούν τα σώματα στο άσπρο
του φωτός μη σπάσουν
Σαν γνώση ενδύεται το σώμα της
τα τείρεα φορεί του μέλλοντος την
γνώση της εγγράφει στα ονόματα.
Χωρίς την γλώσσα πώς ν’ αρθρωθεί
η φύση των πραγμάτων συλλογίζεται
κι η μήτρα που τα γέννησε
πώς να την ψαύσεις
Και προχωρεί αγγίζοντας
Αχ νύχτα, νύχτα των ερώτων που
κουβαλούν τα σώματα. Λυγίζουν
απ’ το βάρος του σκληρού φωτός
και σ’ απαρνούνται. Σε λησμονούν,
καλύτερα. Κι’ ύστερα στην εικόνα
σ’ ανιχνεύουν και στα σχήματα και
έξω απ’ τα σώματα πώς τάχα
κατοικεί ο έρωτας του κόσμου
Σαν σώμα της ενδύεται η Τυφώ
την γνώση στις ρίζες ότι κατοικεί
των λέξεων στου πρώτου φθόγγου
την ορμή. Δάση αισθημάτων και
σαν αλφάβητο έχτισε πύργο γύρω
τους να ακουμπούν.
Αναπαυμένες οι πνοές.
Θα ενδυθεί η Αφή βασιλικά ενδύματα
— η Ακοή αναλαμβάνει εποπτεία
του παντός φρουρός καλός της
Έλευσης, και η Γεύση επλημμύρισε
σε ηδονή. Δούλη ταπεινή η ’Όσφρηση
που ετοιμάζει
Ό,τι φαίνεται δεν είναι, τις εδίδαξε
και με τα τείρεα τις στολίζει να
φέγγουν την πορεία τους ωσάν ευχή
Παιδιά δικά της
Στα σκοτεινά παλάτια των αισθήσεων
οι σημασίες κατοικούν κι απ’
το απρόβλεπτο φωτίζονται νυκτούρο
φως που πλημμυρεί τις παραλίες
των σωμάτων — φλοίσβος
και αύρα του νερού γερμένες υγρασίες
μουλιάζουν οι αναπνοές
Και κάθε σώμα τις σημασίες του
ανταλλάσσει
ΟΝΕΙΡΟ (λιγοστό και να χάνεται, 2002)
Άσπρη η χώρα της αφής
κατάλευκη. Και μέσα της
ανάπηρη η γλώσσα
ίχνη αφήνει συλλαβές
διάσπαρτες στο χιόνι
Κίτρινα στίγματα
ταπεινά χαμομήλια ή τριαντάφυλλων
πέταλα σκοτωμένου που θύμιζαν
αίμα; Μέσα σ’ όνειρο έσκυβες
με αγωνία του τέλους τις γύρευες
άτσαλα σκάβοντας βιαστικά παγωμένες
ανάσες ψιθυρίσματα που δεν πρόλαβαν
σε κραυγές και κατάρες να σβήσουν
και κρυστάλλους φωνές που οι βόμβες
τις πέταξαν σε οθόνες μουσεία και
ο κόσμος δεν άκουσε μ’ αγωνία
του τέλους τις γύρευε μέσα σ’ όνειρο
έψαχνε μία λέξη να φτιάξει δύο
λέξεις μια φράση να χτίσει να
μιλήσει ν’ αρθρώσει να πει
Σ’ ονειρεύτηκα χτες
Και με τάραξε τρόμος
ότι ζω την ζωή άλλων ανθρώπων
Ότι εσύ δεν υπήρξες και σε όνειρό
μόνο το σύμπαν σου έγειρες
να φιλήσει ειδώλων καθρέφτες
Σ’ άλλου όνειρό γρήγορα πέρασα.
Πολύ φως. Μες στο φως κι από φως
σαν αυγή που ξεθώριασε εσύ
τ όνομα σου εθώπευες να ιάσεις
την κρυφή σου πληγή πώς ποτέ
το όνομα αυτό δεν μιλούσε για σένα
Χώρα αν ήσουν ή πρόσωπο
Ξαφνικά σιωπή. Άλλου
όνειρο ή δικό μου δεν ξέρω
Σε παγκάκι καθόταν. Στην άκρη
πολύβοου δρόμου. Τα παλιά σχισμένα
ρούχα φορούσε. Με τα μάτια
καρφωμένα τώρα μπροστά
– σαν να έβλεπε, κάποιον ή κάτι.
Προσευχόταν, το ήξερα, αλλά αλλιώς
Τσακισμένο το σώμα ακουμπούσε
στο ίδιο το σώμα. Και τα λόγια
και αυτά ακουμπούσαν στους γυάλινους
τοίχους των κτιρίων πού υψώνονταν γύρω
Αντανάκλαση λόγου σκέφτηκα και τον ένιωσα
να τραντάζεται και λυγμοί να τον παίρνουν
γείρε και πάλι γείρε ότι έλεγε
– σε χώρα ή πρόσωπο πατρίδα μιλούσε;
και με το βλέμμα της αφής
σε ρήγματα ερείπια στης γλώσσας
τα ραγίσματα στερέωσέ μας
σημαία λάβαρο σε χώρα ηδονής
Ικαρία (Μαύρη Θάλασσα, 2000)
Και έτσι έμαθε πως ήτανε νησί
και τ’ όνομά του Ικαρία.
Και ότι εκεί
σ’ αυτό που ήτανε σημείο
εμάχονταν και πολεμούσαν ηδονές
και πάλι αγκαλιάζονταν μέχρι να αλωθούν
στήθος με στήθος οι γλυκές με τις αιμοχαρείς
σώμα με σώμα αλάλαζαν να ξεχωρίσουν
ποιες της οδύνης και ποιες της γλύκας
που ακουμπάει το σώμα στην ψυχή.
Και είδαν ότι αχώριστες πως είναι
πλεγμένες μεταξύ τους τ’ αντίθετα σαν όμοια
τα όμοια σαν ξεμάκραιναν να μιμηθούν πολέμους
και πικρούς του έρωτα καημούς.
Σαν ίδια όψη που αντανακλά
το βάθος της ψυχής και
το απύθμενο το μάτι των σωμάτων –
εκείνο που σαν πέρασμα σε βγάζει στην στεριά.
Και έστερξαν αξεδιάλυτες πως είναι αξεχώριστες
Ένα κουβάρι μεταξύ τους κόσμος
Το αχ του αναστεναγμού
στο ακατοίκητο της μνήμης
μ’ αυτή την τόση δα ανάσα ηδονής
που αφήνουνε τα σώματα σαν νοσταλγία
πως κάποτε μία ήταν η πληγή
Σε νοσταλγώ συνέχεια.
Μαύρη Θάλασσα (Μαύρη Θάλασσα, 2000)
Από τη Μαύρη Θάλασσα ανατέλλουν
των αισθημάτων οι γωνίες
εκείνες οι μικρές και σκονισμένες εσοχές
της παλαιότητας όπου εκρύφτηκαν οι πρώτες λέξεις
και οι ρίζες οι μονές που κάποτε εδήλωναν
ολόκληρα τα θέλω και τον θυμό
σαν σφαίρα γη τον έδειχναν
κι έτρεχε ο έρωτας για να προλάβει
μη του ξεφύγει καμιά ραχούλα αχ
και δεν την περπατήσει
να σκαρφαλώσει τις απότομες πλαγιές της στέρησης
να καμπυλώσει το αδύνατον να δείξει
ως άγγελος αυτός πως απ’ το μαύρο γίνεται
γεννιέται ναι το φως μα και τ’ αντίθετο
ότι μπορεί κι ότι συμβαίνει αφού
είναι όψεις που μιλούν το σώμα ονειρεύτηκε
και την ψυχή φωτίζουν του κορμιού.
Αόρατα φωτάκια στους καρπούς
χεριών που λύγισαν τον σίδηρο
στις στάχτες μέσα εκολύμπησαν
έρημα στάθηκαν μ’ απόγνωση εζήτησαν
σιωπηλά και σαν της άγριας πέτρας την σχισμή
περίμεναν ευλαβικά σταγόνα ύδωρ το νερό
νεράκι της καλής βροχής που πόρους άνυδρους αναζητά
να πέσει και να αφεθεί ωσάν ανάγκη αίσθημα.
Να ξοδευτεί σε σώμα που λαχτάρησε.
Σαν αίσθημα εγλίστρησε
και χορταράκι πράσινο φυτρώνει
στον τόπο τον ξερό και τον καμένο.
Τα χέρια έτσι να είναι φωτισμένα.
Και οι καρποί. Ανδρός που βασανίστηκε.
Ψαχουλευτά την κίνηση παραπλανούν
και στον λαιμό ακουμπούν τα χείλη
της καλής νύχτας εραστές κι ότι
σε θέλω κι αχ πόσο λείπει ο καιρός
αναστενάζει η αφή και υποκύπτει.
Και ωσάν ήλεκτρον που μαγνητίζει ο κορμός
συμπαρασύρει σε στρόβιλο αισθημάτων
– αν και το αίσθημα ήλιος φλογερός που
σώματα οδηγεί.
Ο ίδιος εκείνος έρωτας
που κάποτε ενδύθηκε διπλή του κόσμου την αυγή
ο ίδιος είναι τώρα που ανταλλάσσει
το βασίλειο του φωτός με μια σταγόνα βλέμμα
μαζί και τον λυγμό τού σ’ αγαπώ που αντιλαλούν
τα σώματα όταν τα μέλη μπλέκονται
και το κορμί σπαράσσει.
Από την Μαύρη Θάλασσα έρχεται.
Στα σκοτεινά δωμάτια της Μαύρης Θάλασσας
κανείς δεν επιπλέει
παρά μόνο εάν τα κατοικεί.
Η γλώσσα η αμίλητη (Μαύρη Θάλασσα, 2000)
Δεν γίνεται ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα
σαν ψάρι έξω από τα νερά του
και σαν να βγήκε απ’ ότι τον προστάτευε
– την γλώσσα του.
Χτίζει τους κήπους τις αυλές
όχι το σπίτι
Κι η μοναξιά – δεν φτάνει δεν αρκεί
να φτιάξει μιας πατρίδας γη.
Η μοναξιά τον κατοικεί τον έρωτα, μη
την τρομάζεις, χαμογέλασες,
και εφευρίσκει γλώσσα αμίλητη
και γλώσσα τιμημένη.
Τη σέβονται όλοι και υποκλίνονται
και προσπερνούν
Να μη θυμούνται
τον έρωτα που κάποτε
τους άνοιξε πανιά
– κι αυτήν την μόνη και μοναδική
γλώσσα για να μιλήσουν
Που ελησμόνησαν.
Εσύ κι εγώ είμαστε ασφαλείς και
μη φοβάσαι – σαν μοναξιά
κατοίκησέ με μη φοβηθείς.
Και άσε με
τις πόρτες σου ν’ ανοίξω
τα παράθυρα, σαν φως και φυλλαράκι
ίσκιος να εισχωρήσω κι εκεί σε τοίχους
και πατώματα και σε περβάζια παραθύρων
δες, να, εκεί αφήνεται ριζώνει κλαδάκια
βγάζει και καρπούς μυρωδικούς
η αντανάκλαση τού έρωτα κι αντιφεγγίσματα
σωμάτων που επάλεψαν κουράστηκαν τον πόλεμο
και ενοστάλγησαν την μυρωδιά βασιλικού και
μόσχου. Μη φοβηθείς.
Σ’ αυτήν την μαύρη χώρα του φωτός
σαν γη και πώς απλώνεται η όψη σου και συνεχώς
θυμάται και πάντα νοσταλγεί
το φως
το φως
το άλλο φως
Του έρωτα.
Εσύ
ποιαν άλλη χώρα να ζητήσεις
Εγώ
ποιαν άλλη γη.
Νύχτα στα δωμάτια (Μαύρη Θάλασσα, 2000)
Πεινάω σαν λύκος.
Όταν ο έρωτας γρατζουνάει τα σπλάχνα του
και μόνος του χτυπιέται νύχτα στα δωμάτια
κι από βουνό σ’ άλλο βουνό της απουσίας μπαινοβγαίνει
μουγκός και άλαλος και πώς οσφραίνεται
πως πέρα εκεί, μακριά απ’ το πέλαγος
και πίσω από τον ωκεανό
στα όρια του κόσμου
εκεί ότι είδε την φωνή
εκεί το σώμα άκουσε
εκεί εκεί πατρίδα γη
— αν σαν κάθε πλάσμα του Θεού
έχει κι αυτός πατρίδα.
Φωτιές σηκώνουν το κορμί
τα σωθικά μου σίδερα καμένα
και η φωνή αντηχεί πελώρια
στο συμπαγές της σώμα.
Γιατί τα μάτια άκουσαν
Αφού το σώμα είδε την κόχη
την γωνιά, το απαστράπτον χείλι
στην κόρη του ματιού και της αφής
το σαρκοβόρο σμήνος
κι ότι σ’ αυτό
μ’ αυτό πως έσμιξε το σώμα
στη γούβα εκείνη την κλειστή
εχώρεσε ο λαιμός και άγρια
τα δόντια πώς μπηχτήκαν
σκαρφάλωσαν τα νύχια εκεί
— σκαλοπάτια που ελάξευσε η ψυχή
μόλις αντίκρισε
πώς χώθηκαν στην δίνη των αιμάτων
ο κόσμος πώς εγύρισε αλλιώς
και ζέστανε ο Βορέας και ησύχασε
κι ένας λυγμός ακούστηκε
ένα μικρούλι αχ
σαν από κει να βγήκε
αύρα και μυρωδιά μυρτιάς
κι ο κόσμος επληρώθη
όταν σκαρφάλωσαν τα νύχια στις ισκιερές
του σώματος πλαγιές
σκαλοπατάκια που ελάξευσε η ψυχή
μόλις αντίκρισε
εκείνη την πληγή
στο βάθος βάθος και κορυφή
ωσάν βασίλισσα που χώρεσε
στο σκήπτρο της όλους τους μύθους
Εκείνη τη χαίνουσα και ματωμένη
την αιμάσσουσα
πνοή του γένους και του είδους.
Σαν άνεμος που θύμωσε
και στροβιλίζει την κραυγή και μέχρι μέσα
το βλέμμα παρασέρνει και τίποτ’ άλλο
πια δεν είδες και δεν μπορείς να δεις
Τίποτα. Μόνο εκείνη την πληγή
στο βάθος βάθος και κορυφή
— σαν δύση ρόδινη και ματωμένη ανατολή
την θλίψη των ανθρώπων που συλλέγει,
σαν ήλιος εκτυφλωτικός
που καίει τα χόρτα τα σπαρτά
τα σώματα
που καίει το σώμα
μόλις το βλέμμα της ψυχής
την αντικρίσει,
λύπη που γίνεται και στεναγμός
δάκρυ που ξέρει πως κυλάει μάταιο
σώμα — που ορμάει με πόθο ακάθεκτο
με ηδονή
στον δήμιό του.
Σκοτεινά δωμάτια (Μαύρη Θάλασσα, 2000)
Είδα τον έρωτα τον είδα
φύλλα να βγάζει και άνθη εξωτικά
λουλούδια του χαμένου παραδείσου.
Ξερό κλαράκι λες σε πέτρα ριζωμένο
πώς εβλάστησε
κι ευθύς εχύθηκε η αύρα των σωμάτων
σαν κύμα παλιρροϊκό υψώθηκε
τον τρόμο ότι έσπειρε την απειλή εφάνη
μα όχι.
Φως απλώθηκε σαν βιβλικό εκεί
εκείνη την στιγμή που τέντωσε το πρόσωπο
και τόπος αναδύθηκε ωσάν νησί
πολλούς αιώνες χαραγμένο
χάρτης παλιός και μυστικά συντεταγμένος
όπου εβρήκαν φυλακή και καταφύγια εκείνες
οι πυκνές ριζούλες των αισθήσεων οι σκοτεινές
— ωσάν τραγούδι εσυνόδευε ο λυγμός τους τον καιρό
ωσάν φωνή μελωδική
μακρόσυρτη ιαχή χώρας Βοσνίας και Ερζεγοβίνης
κλάμα βουβό και στέρεο των μαύρων δέντρων της φωτιάς.
Για να γλιτώσουν τον αφανισμό εκρύφτηκαν
και τα αισθήματα σκαλίζοντας σαν εικονίσματα
θαυματουργά που αναβλύζουν δάκρυ το νερό της Παναγιάς
έτσι εζούσαν. Έως εκεί, εκείνη την στιγμή
Που απλώθηκε πανσέληνο το φως και
τέντωσε το πρόσωπο τινάχτηκε
σαν να καλωσορίζει
καθώς αφουγκραζόταν το βουητό της γης
που αναταράζεται στα σπλάχνα της.
Και τα αισθήματα κοιτάχτηκαν όπως εξεκολλούσαν
χέρια τα χέρια ψαύοντας
δάχτυλα καθρεφτίστηκαν στα δάχτυλα
πόρον τον πόρο τα κορμιά αναγνωρίστηκαν
και βρήκαν επιτέλους λέξεις
και συλλάβισαν την ακοή του κόσμου
στης Μαύρης Θάλασσας τα σκοτεινά δωμάτια
που και Εύξεινο τα είπαν Πόντο
ότι εδώ ψυχή μου η φωνή του σ’ αγαπώ
ακούγεται κραυγή και βλέμμα ιερό
σωμάτων που αγίασε ο θάνατος.
Ημέρια νύχτα (Ημέρια νύχτα, 1989)
[ Α’ ]
Είδα τον άντρα σαν αρχάγγελο
–- με τη ρομφαία
Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε
[ Β’ ]
Εσύριξε στο σώμα μου τον φόνο
Μου έκλεψε την ενοχή
[ Γ’ ]
Με περιμένει απών.
Σαν κίνηση μελετημένη
σαν βήμα που ηδονίζεται αργόσυρτα
σαν χέρι
που όλο τείνει να μ’ αγγίξει
[ Δ’ ]
Τα μάτια του στα μάτια μου φορά
Τα μάτια μου απασχολεί στα δάχτυλά του
Απεποιήθη όλα τ’ άλλα του χρυσαφικά.
[ Ε’ ]
Η καλοσύνη του σαν νύχτα με χωράει
Ο έρωτάς του σαν σώμα αφίλητο.
Από το βάθος της ημέρας με πλησίασε
άντρας σαν φύσημα ανέμου
τους κόκκους μου σαν στρόβιλος εμπέρδεψε
σύννεφο απλώθηκα να τον χωρέσω.
(Σαν έρημος το θαύμα μου περνώ στην ιστορία)
[ ΣΤ’ ]
Τον θάνατο ζητά στο σώμα μου
Και απαλά τα χείλη μου κλειδώνει
Μην του ξεφύγω
[ Ζ’ ]
Πάνω μου απλώνεται. Σαν ουρανός.
Ύστερα γέρνει δήθεν ταπεινά
στην πλάτη στην κοιλιά
σαν μέταλλο χυτό στους ώμους μου.
Με ντύνει.
[ Η’ ]
Έχει διαλέξει τρόπο βάρβαρο.
Εκ της σαρκός μου σαρξ και εκ του αίματός μου
ούτος εστί.
Αρχίζει απ’ τις πατούσες.
Ανάποδα.
Σαν αίμα.
(Αιμορραγεί ολόκληρος και με φοβάται
Ευλαβικά μου αντιστέκεται σαν σε ναό)
Τα πόδια μου ορθώνονται Τεντώνουν
Αργά κυλά Δεν βιάζεται
Ανεβαίνει.
Κάπου στη μέση χύνεται ωκεανός.
Πριν φτάσει στο λαιμό
έχει ντυθεί στο κόκκινο
Και με βελούδο φθόγγο
[ Θ’ ]
Έρχεται προς εμένα
– και υποχωρώ
Με τα τεράστια φτερά του κάνει ουρανό.
Βυθίζομαι στην κόλασή του
Σαν θέρμες να τον πιάνουνε
σαν να ’μαι στο καζάνι του η φωτιά.
Δροσίζεται επάνω μου
Με γεύεται σαν παγωτό χωνάκι
σαν κάτι ξένο.
Δεν με τολμά ολόκληρος να με τυλίξει
απ’ τα βυζιά μου το αίμα να γευτεί.
Θέλει μαχαίρι να μου μπήξει στην κοιλιά
μέσα μου να χωθεί
με πρόσωπο και σώμα
[ Ι’ ]
Το σάλιο του ρουφώ Το αίμα του
Τον λόγο του σαν έρωτα στοιχειώνω
Με τριγυρνάς κι αέναα υποσκάπτεις με
Σαράκι μου Πολύχρωμο πουλί μου
κυλάνε τα νερά μες στα ποτάμια τους
το δέρμα μου σαν νύχτα αλωνίζεις
Ρυτίδα λυγμική Με σφράγισε
[ ΙΑ’ ]
Οι φθόγγοι περισσεύουνε
Οι λέξεις μου ατσούμπαλες
Κι εγώ σαν έφηβη
σε ρούχο αμερικάνικο
[ΙΣΤ’]
Οι τρόποι μου είναι άξεστοι
της επαρχίας
τα δάχτυλα στραβώνουν
κι η ομιλία τους σαν σπαστικού.
Με την εικόνα μου ιδέα δεν έχω τι γίνεται
– φωτογραφίες κάποτε αβέρτα.
Μα όταν μ’ άγγιξες
(Τα πρόσωπα όλα έγιναν γραμμές
Οι όμορφες ασχημύναν)
Έμεινα εγώ
Στη μέση της πλατείας
Σαν σιντριβάνι
Δέκα μικρά ποιήματα (Δέκα μικρά ποιήματα, 1981)
α’
Πελάγωσαν κι οι κατσαρίδες
Στον τόσο θόρυβο και την ομίχλη
Για να σε κοιτάξω
Ζωγραφίζω τρυπούλες στο τζάμι.
β’
Πιο κει απλώνεται ο αττικός
Σε σημαδεύει πάνω απ’ το κεφάλι σου
Πώς δεν το είχες σκεφτεί
Κάποτε θα πετύχει τον στόχο.
γ’
Στον μεσότοιχο της πολυκατοικίας
Ανοίγω ένα παράθυρο
Με φούμο και άσπρες κορδέλες
Σε ταχτοποίησα στο ένα του κάδρο.
δ’
Στέλνεις τα σήματα απανωτά
Κι αμέσως τα λαμπάκια αναβοσβήνουν
Τί να σου λείπει λέω θησαυρέ-μου
Το μάνα ή το λάλον ύδωρ
ε’
Την κίτρινη γραμμή ακολουθώ
Στου δρόμου την παράλληλη κυκλοφορία
Σε είδα χτες μεσάνυχτα σε μια βιτρίνα
Να μου επιδεικνύεις το κουστούμι-σου με έκπτωση
στ’
Νοτίζουνε τα πράγματα σα στρέφεις πάνω-τους το χνώτο-σου
Νοτίζουν και των ανθρώπων οι κινήσεις
Οι λέξεις γράφουν περιγράμματα
Στο χρώμα της σκουριάς
ζ’
Τα πολύπλοκα κράτησα για μένα
Και σ’ άφησα στα πιο ανώδυνα
Γιατί για τα οδυνηρά χρειάζεται το δάκρυ
Που βγαίνει κόκκινο
Σα φιγούρα ανθρώπου ξημέρωμα στο δρόμο
η’
Το λάθος να το τολμάς
Να το γυρεύεις
Κορνίζα να το κάνεις οδηγό
Λαβύρινθος έγινε ο κόσμος
θ’
Οι πόρτες όλες στη σειρά
Γνωρίζουν το μεγάλο μήνυμα
Γι’ αυτό κλειδαμπαρώνονται
Και φυλακίζουν τους ανθρώπους
ι’
Σα δήμιοι οι δρόμοι-σου κάθε πρωί παραμονεύουν
Εξαπολύονται λερναίες ύδρες
Σαν κληρωτοί κάποιοι από μας
Τις κουβαλάμε κάθε βράδυ μες στα σπίτια-μας
Η συλλογή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό η λέξη, τεύχος 7 (1981). Τώρα πια περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση στη μέση της ασφάλτου (2005)
Η εταζέρα [ α ‘ ] (Η εταζέρα, 1978)
Καραδοκούσαν στις πόρτες, τα παράθυρα – όπου τολμούσε
τα νύχια να του βγάλουν το πετσί
κι ύστερα να τον επιδεικνύουν
ωσάν καινούριο είδος σπάνιο και το καλύτερο.
Κάτι τέτοιο ακούστηκε ότι συνέβη στον συγγραφέα Χριστόφορο.
Είχαν τον Τύπο, τη Διεύθυνση, τη Γενική Αντιπολίτευση.
Διχάζονταν στο σώμα του Χριστόφορου.
Τον έμπασαν στην αγορά∙ του έδωσαν και τίτλους∙ τον έκαναν εκπρόσωπο.
Διχάζονταν στο πνεύμα του Χριστόφορου.
Τον είπαν τσαρλατάνο∙ ζιγκολό∙ τον ανακήρυξαν διάνοια∙ τον πρώτο νεοέλληνα.
Κι αυτός
– σώμα ακέφαλο που περιστρέφεται
φίδι φαρμακερό
πουτάνας σκύλας γέννημα
άτιμη φάρα –
δεν άντεξε η γλώσσα του στο σάλιο τους
οι ποιητές βουλιάζουνε στο φως
ανέκραξε
την ώρα που του φόρεσαν ζουρλομανδύα.
[Ανίχνευση (1968-1971)] (Οι λέξεις, 1973)
Οι λέξεις (Οι λέξεις, 1973)
Είναι εύκολο να σου δείξω
Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε
Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη
Να σου απαριθμήσω τα γεγονότα.
Μόνο τις λέξεις μου
Τι να σου πω για τις λέξεις
Αφού και γω δεν ξέρω
Πώς βγαίνουν έτσι
Στραπατσαρισμένες κάθε φορά
Θαρρείς λεηλατημένες
Λειψές.
Ανίχνευση (Οι λέξεις, 1973)
Στις αποθήκες μαζεύονται τα ονόματα
Καλλιγραφημένα… Αναλυτικά
Στις αποθήκες τα σώματα
Περίτεχνα… κατεργασμένα
Σ’ αυτό το μαυσωλείο
Επικίνδυνα έγιναν τα χρώματα
Τη θάλασσα τη μπούκωσαν
Τα φύκια
Ερωτικό (Οι λέξεις, 1973)
Θα σε πάρει ο άνεμος
Σαν τα φύλλα των δέντρων
Σαν τους ένοικους και τους ταξιδιώτες
Αφού πρώτα
Αδειάσεις τον παλιό χώρο
Συγκεντρώσεις τις αποσκευές σου
Γυμνοί τοίχοι
Γυμνά δάπεδα
Κλειδώνοντας την πόρτα
Επιστρέφοντας στον ιδιοκτήτη τα κλειδιά
Προτρέποντάς τον να τοποθετήσει στην είσοδο
Το ενοικιαστήριο
Ο καιρός (Οι λέξεις, 1973)
Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Ο καιρός σαν φθινόπωρο
Ο αέρας
Που πέφτουν τα φύλλα
Που πέφτουν οι βροχές
Σαν φθινόπωρο
Ο καιρός
Που πέφτουν τα στόρια στα παράθυρα
Που πέφτουν οι άνθρωποι από τα παράθυρα
Που πέφτουν τα ανδραγαθήματα
Ο καιρός μας
Με τα μάτια στην πλάτη
Με τα καφενεία στις γωνίες
Με το τηλεσκόπιο στα καφενεία
Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Που κρύβεις το πρόσωπο
Που αλλάζεις τον δρόμο σου
Που υποπτεύεσαι και σε υποπτεύονται
Με την ταχυπαλμία στο πρώτο κουδούνισμα
Με την ανακούφιση στο τρίτο
Με την αγωνία στα μάτια σου
Με την απόφαση στα μάτια σου
Με τον ερμαφροδιτισμό σου
Σαν μπάσταρδο
Ο καιρός
Ο δικός μου
Ο δικός σου
Ο δικός μας καιρός
Σαν μπάσταρδο.
Με το κουμπωμένο σακάκι
Με τη ντροπή
Ας μιλήσουμε (Οι λέξεις, 1973)
Οι καιροί που φτάσαμε
Οι καιροί που δεν προλάβαμε την αντοχή τους
Όλα αυτά μαζί κι ο φόβος
Μαζί κι ο θάνατος
Και το χέρι που δεν άγγιξε το άλλο χέρι
Και τα μάτια του νεκρού που έμειναν μέχρι τέλους
Όρθια
Όσο να πεις όλα αυτά
Και τα άλλα
Στις συνοικίες και τα χωριά
Στις λέξεις και τα σχολεία
Στον εγκέφαλο και τα νοσοκομεία
Όπου προλαβαίνουμε τον αυτοκτονούντα
Με μία πλύση στομάχου
Και χάνονται οι αισθήσεις
Και στις μικρές αγγελίες πλεονάζουν τα «ζητούνε»
Όσο να πεις
Ό,τι να πεις
Ας μιλήσουμε λοιπόν.
Ας δούμε μαζί την αισιόδοξη πλευρά
Του πράγματος. Των πραγμάτων την τιμή
Και το αίμα.
Παντού
Συναλλαγή (Οι λέξεις, 1973)
Όπως και να ’χει το πράγμα
Όπως και να ’χει
Περικυκλώνει ο φόβος
Όπως και να ’χει
Η επικοινωνία εκτελείται.
Αστικά λεωφορεία εντός πόλεως
Υπεραστικά εκτός
Και οφείλεις να ’χεις στο χέρι το αντίτιμο
Της διαδρομής
Της εγκαρδιότητας
Της οικειότητας
Της συνουσίας
Αυτόματος μετρητής
Αυτόματος πωλητής
Για να μην υποπτεύεσαι
Για να μη σε υποπτεύονται
Να μη σε φοβίζουν οι σκιές
Ο φόβος
Ο φόβος
Τίμιος στη συναλλαγή
Για να μη γίνονται σύμβολα οι ασπασμοί
Να μη μπερδεύεσαι
Να μη μπερδεύεσαι
Να μη μπερδεύονται
Τα μάτια σου (Οι λέξεις, 1973)
Τόσοι νεκροί
Τόσες χειραψίες
Τόσα λόγια πνιγμένα
Στο χαρτί μια άτσαλη γραμμή
Ο δρόμος
Σχεδιασμένος δήθεν με φροντίδα
Τα μάτια σου που απόφυγαν την πλάνη
Που ήθελαν να αποφύγουν την πλάνη
Τα μάτια σου που βούλιαξαν
Κι έμεινες τώρα σαν τη γάτα
Στη μέση της ασφάλτου
Το τσίρκο (Οι λέξεις, 1973)
Σε βλέπω μέσα από καθρέφτες παραμορφωτικούς
Σε βλέπω στο τεντωμένο σκοινί
Κι από πάνω σου οι δράκοντες με τα φλογισμένα εντόσθια
Κι από πάνω τα νύχια της κακιάς μάγισσας
Τα σύρματα γύρω σου να σφίγγουν.
Να μπήγονται στη σάρκα σου
Και να πέφτει το αίμα
Ν’ απολαμβάνουν το θέαμα οι θεατές.
Με το εισιτήριο στο χέρι
Με την ικανοποίηση.
Κι εσύ δεν πιστεύεις πια στα παραμύθια
Και καλά κάνεις.
Μια και τώρα δεν υπάρχουνε νεράιδες
Που αφανίζουνε τις μάγισσες
Που αλλάζουνε το αίμα σε ρουμπίνια
Που μεταμορφώνουν τα υπόγεια σε κήπους
Μια και τώρα δεν ωφελεί η εγκαρτέρηση
Και σένα δεν σου έπρεπαν οι μασκαράτες.
Σε γέλασαν
Άσκημα σε ξεγέλασαν
Τα σύρματα που σε σφίγγουν να σου τα πούνε δίχτυα σωτηρίας
Επέτειος (Οι λέξεις, 1973)
Στην Μ. κάποτε
Δίχως αριθμούς
Επέτειοι με σβησμένες τις χρονολογίες
Πότε λες Πότε πέρασαν
Σαν χθες
Και το μαχαίρι έμεινε στον ακονιστή
Και το κλειδί στο χέρι.
Κανείς δεν αντέχει είπες
Σκουριάζουν τα μάτια κάποτε
Δε δίνονται εύκολα οι διευθύνσεις
Τώρα άλλα είναι τα θέματα
Τώρα δεν υπάρχουνε θέματα
Στη δεύτερη σελίδα είπες
Κινηματογράφοι β’ προβολής
Αγοράζετε μηχανές Σίγγερ
Δώρο μία αφίσα
Πέντε πιάτα Δέκα μπολ
Made in France
Άθραυστα
Τώρα άλλα είναι τα θέματα
Για ποιες συνεντεύξεις μιλάς
Για ποιες δηλώσεις
Απάτη (Οι λέξεις, 1973)
Με τη ράχη χωμένη στο χώμα
Το κεφάλι απάτη.
Οσμίζεσαι λες
Και δεν οσμίζεσαι.
Ν’ απλώσω το χέρι δε σε πιάνω
Δε μ’ αγγίζεις.
Οι χειροπέδες, είπες, είναι για τους εγκληματίες.
Ένα μήλο θα σου δώσω να μιλήσεις
Ομολογώ
Ομολογείς
Υπογραφή.
Καταθέτω το βλέμμα μου
Στα μάτια σου
Στα μάτια του
Στα μάτια μας η απάτη.
Με τη ράχη χωμένη στη γη.
Κι όμως οι χειροπέδες έγιναν για τους εγκληματίες είπες
Τα χέρια σου, είπες, οι χειροπέδες
Τα χέρια μου, τα χέρια μας
Οι χειροπέδες
Το χέρι: «Εδώ τηλεφωνείτε»
[Απόπειρα εξόδου Ι ]
Απόπειρα εξόδου (Οι λέξεις, 1973)
[ α’ ]
Σ’ ένα σύννεφο όπου τα πουλιά
Μπορούν να πετάξουν.
Οι λέξεις θα κυλήσουν όμοια
Με ερυθρομόρφων σχημάτων τα κύματα.
Θα αποβάλεις τότε ενδύματα τετριμμένα
Του προσώπου την διπλή επιδερμίδα.
Τα βήματα όταν δεν θ’ ακούγονται πια
Πού θα σε βρει η άνοιξη.
[ β’ ]
Ποιος θα επιχειρήσει την πρώτη κίνηση
Να σπάσει η τεντωμένη κλωστή
Να τρέξουν επιτέλους τα νερά.
Η πρώτη κίνηση που θ’ ανάψει το πράσινο
Στους σηματοδότες.
Ποιος θα λογαριάσει την άνοιξη
Στο άθροισμα των χρεών
Επιταχύνοντας το χρόνο
Εξαφανίζοντας τα πτώματα
Στην ύστατη έκκληση
Στην ύστατη απουσία.
[ γ’ ]
Ο δείκτης της βελόνας
Και ο δείκτης του ρολογιού
Η πυξίδα που δεν προσανατολίζει
Πλέον.
Σε σκοτεινούς θαλάμους αποκρυπτογραφείς τα σήματα
Σημειώνεις ανύπαρκτες οδούς και διασταυρώσεις
Βλεμμάτων.
Αποπειράσαι την έξοδο.
Με επιμέλεια συγκεντρώνοντας τους αριθμούς
Με επιμέλεια εξαφανίζοντας ίχνη
Στοιχεία που θα σε πρόδιναν
Σε σκοτεινούς θαλάμους σημειώνεις τα χαρακτηριστικά σου.
[ δ΄]
Η ώρα των αποφάσεων που δεν αποτόλμησες
Η ώρα της αποπομπής σου.
Σιγά σιγά ωριμάζει το σχέδιο.
Οι παράγοντες της εκτελέσεως πλήθυναν
Μέρα τη μέρα χάνεις τα προσωπεία
Αποβάλλεις τα πολύχρωμα φορέματα
Ψάχνεις όλο και περισσότερο
Ν’ ανακαλύψεις μερικές συλλαβές
Να συναρμολογήσεις ένα όνομα
Τουλάχιστον το όνομά σου.
Σε δρόμους ατέρμονους
Τοποθετείς κέρινα ομοιώματα
Να συνηθίζεις επιτέλους την τοποθεσία
Να μη σε ενοχλεί το κλίμα.
[ ε’ ]
Μόλις πέσει η νύχτα
Αποπειρώμαστε την προσέγγιση.
Τα βήματα προσπερνούν
Η έξοδος οδηγεί σε άλλους κύκλους
Σε άλλα στεγανά όπου προσπαθούμε
Την αναγνώριση.
Απλοποιούνται τα πράγματα
Εξομοιώνονται
Γίνονται εύκολες οι εξεγέρσεις
Όταν πέφτει η νύχτα
Γίνεται εύκολη η μεταμόρφωση.
[ στ’ ]
Τα λόγια που δεν είπες
Οι κινήσεις που δεν κατόρθωσες
Η οσμή που αγνοείς την προέλευσή της.
Τώρα τι να προσπαθούμε προσθέσεις και αφαιρέσεις
Τι να λογαριάζουμε την «επαύριο»
Όταν δεν μας έμεινε ούτε ο άρτος ο επιούσιος
Κι έχουμε χάσει τη μορφή της πόλης
Και τα σπίτια μας δεν είναι παρά σχήματα
Νυκτός.
Οι κινήσεις που δεν τολμήσαμε
Πτώματα διασκορπισμένα
Στο σώμα μας.
[Ενότητα Απόπειρα εξόδου II] (Οι λέξεις, 1973)
[ α’ ]
Προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές.
«Ένα άλλο σώμα» μονολογεί
Και κάθε πρωί απ’ τα χαράματα σηκώνεται
Ψάχνοντας στα δοχεία απορριμμάτων
Το χθεσινό πρόσωπο.
Λογαριάζοντας τα υπέρ και τα κατά
Να ερευνήσει τις αλλαγές του εικοσιτετραώρου.
Και κάθε πρωί επιστρέφει με χέρια ματωμένα
Χέρια όπου έχουνε κολλήσει άμορφα κομμάτια
Από σάρκα και οστά
Χέρια όπου δεν χωράνε τα δάκρυα.
«Ένα άλλο σώμα»
Μονολογεί
Και κάθε πρωί
Επιστρέφει.
[ β’ ]
Ζητώντας πάντα μια πρόφαση
Κλειδώνει την πόρτα
Ασφαλίζει το μοναδικό παράθυρο
Και μένει.
Οι υπάλληλοι περιμένουν.
Απειλούν.
Πρέπει ν’ αδειάσει το σπίτι
Να γίνει επιτέλους η μετακόμιση.
Από τις χαραμάδες
Παρακολουθεί τις κινήσεις
Υπολογίζει την επόμενη ενέργεια
Μέχρι να πέσει η μέρα
Να κουραστούν
Να τραβήξουν στα σπίτια τους.
Τη νύχτα
Σχεδιάζει τρόπους
Απόδρασης.
[ γ’ ]
Μόλις ξυπνήσει
Συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία
Έως το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Αρχίζει με τις αποσκευές.
Τοποθετεί τα χέρια
Τα πόδια
Διαμελίζει το σώμα
Το συσκευάζει.
Μετανιώνει την τελευταία στιγμή
Ματαιώνει την αναχώρηση
Βγάζει από την τσέπη τα κλειδιά.
Τη νύχτα
Αρχίζει
Τη συναρμολόγηση
Των μελών του.
[ δ’ ]
Κάτω από παράθυρα ερημικά
Υπάρχει.
Και κάθε επέτειος τον βρίσκει
Όμοιο με τετράποδο
Να ψάχνει
Κάτω από τραπέζια εκστρατείας
Και κρεβάτια
Πίσω από παραλληλόγραμμα τοίχων
Γύρω από λάμπες.
[ στ’ ]
Προσπαθεί να διαφυλάξει το αίμα
Κρατώντας κομμένα μέλη και εξορυγμένα
Μάτια
Περιμένοντας τις νύχτες
Που αδειάζουν οι δρόμοι
Τις νύχτες που έχει έναν τόπο
Να χαράξει σχήματα
Λευκά φτερά
Έστω από σάρκες και οστά
Προσπαθεί
Να μην επουλώνει τις πληγές
Τους αναγκάζει να του ξεκολλάνε τις σάρκες
Τα μαλλιά
Να κρατήσει τη μνήμη του
Επιμένει.